motorised$503441$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

motorised$503441$ - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Motorised; Motorized (disambiguation)

motorised      
adj. gemotoriseerd, aangedreven door een motor (alternatieve spelling voor motorized)
fishing boat         
  • ''A Brixham trawler'' by [[William Adolphus Knell]]. The painting is now in the [[National Maritime Museum]].
  • The German [[factory ship]] ''Kiel NC 105''
  • dogger]] viewed from before the port beam. c. 1675 by [[Willem van de Velde the Younger]].
  • right
  • right
  • left
  • right
  • Fishing boat in a heavy sea
  • Viking boat]] showing clinker planking.
  • [[Herring Buss]] taking aboard its drift net (G. Groenewegen).
  • Honningsvåg}} off [[Iceland]].
  • Robustly designed contemporary fishing boat
  • Fishing boats lashed together in a tidal creek in [[Anjarle]] village, [[Maharashtra]], India}}
  • The fisheries research vessel RV ''Celtic Explorer''
  • Seine Net Trawler]], [[Hopeman]] 1958.
  • A seiner fishing for salmon off the coast of [[Raspberry Island, Alaska]].
  • The Herring Fleet Leaving the Dee by [[David Farquharson]], 1888
  • Lobster fishing boats
BOAT OR SHIP USED TO CATCH FISH ON A BODY OF WATER
Purse seiners; Fishing boat; Fishing Boat; Fishing Vessel; Purse seiner; Fishing ship; Fishing boats; Fishing vessels; Seiner; Motorised Fishing Vessel; Motorized Fishing Vessel; Seiners; Freezer longliner; Freezer longliners
vissersboot

Ορισμός

motorized
Note: in BRIT, also use 'motorised'
1.
A motorized vehicle has an engine.
Around 1910 motorized carriages were beginning to replace horse-drawn cabs.
ADJ: usu ADJ n
2.
A motorized group of soldiers is equipped with motor vehicles.
...motorized infantry and artillery.
ADJ: usu ADJ n

Βικιπαίδεια

Motorized

Motorized may refer to:

  • Motor vehicle
    • especially an automobile
  • Motorized military unit—see Armoured warfare
  • any item containing a motor